αριστερός

αριστερός
-ή, -ό (AM ἀριστερός, -ά, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός)
2. αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται προς την αριστερή πλευρά του παρατηρητή, σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται προς τη δεξιά
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
το αριστερό χέρι
νεοελλ.
1. ο αριστερόχειρας
2. (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο αριστερός
αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
σύνολο προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων
4. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) αριστερά
προς το αριστερό χέρι, προς την αριστερή κατεύθυνση
5. φρ. α) «η αριστερή πτέρυγα της βουλής» — η πτέρυγα της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η αντιπολίτευση και ιδίως τα ριζοσπαστικά κόμματα
6. «άκρα αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές
7. «αριστερός γάμος» — ο μοργανατικός γάμος, κατά τον οποίο παντρεύονται ένας άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια γυναίκα από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα
αρχ.
1. αυτός που προμηνύει κακό ή συμφορά, ο δυσοίωνος, ο απειλητικός
2. φρ. «ἐπ' ἀριστερά» ή (απλώς η δοτ. ως επίρρ.) τῷ ἀριστερῷ
λανθασμένα, όχι σωστά
3. (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις από, εις, επί ως επίρρ.) προς την αριστερή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (πρβλ. ευώνυμος < ευ + όνομα) με την προσαρμογή του επιθήματος -τερο- (πρβλ. δεξιτερός) στον υπερθ. άριστος και κατ' αντιδιαστολή προς το δεξιός. Οι όροι αριστερός-δεξιός, γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την οιωνοσκοπία, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι το πέταμα των πουλιών προς τη δεξιά πλευρά ήταν αίσιος οιωνός, προμήνυμα ευτυχίας, εν αντιθέσει με το πέταμα προς τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και προάγγελος συμφοράς. Ο όρος αριστερός απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. σανσκρ. sanīyān «χρησιμότερος, αριστερός», λατ. sinister (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. winister, ιταλ. sinistro, αβεστ. vairyastar (< vairya- «ο άριστος»).
ΠΑΡ. νεοελλ. αριστερίζω, αριστερότης.
ΣΥΝΘ.' συν θετικό) αριστεροστάτης, αριστερόχειρ
νεοελλ.
αριστερήνεμος, αριστερόστροφος
' συνθετικό) επαρίστερος
αρχ.
αμφαρίστερος, εναρίστερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αριστερός, -ή — και ά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριστερός — left masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”